- ῥυσίου
- ῥῡσίου , ῥύσιονsuretyneut gen sgῥύσιοςdeliveringmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρύσιον — και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α [ῥυτός (ΙΙ)] 1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ ἥμαρτε», Αισχύλ.) β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το… … Dictionary of Greek
Θέρμης, δήμος — Δήμος (16.546 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα, καθώς και τις πρώην κοινότητες Νέας Ραιδεστού, Νέου Ρυσίου και Ταγαράδων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek
Φαρμακαίικα — Πεδινός οικισμός (66 κάτ., υψόμ. 30 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Ρυσίου … Dictionary of Greek